- σβουνιά
- ηκόπρος βοδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβουνιά — η, Ν η βουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουνιά (< βοῦς «βόδι») με προθετικό σ (πρβλ. κόνις > σκόνη)] … Dictionary of Greek
βουνιά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 23 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκών του νομού Κυκλάδων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 44 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται… … Dictionary of Greek